- ασπιδότροφος
- ἀσπιδότροφος, -ον (Α)αυτός που τρέφεται με ασπίδες, με φίδια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσπιδοτρόφους — ἀσπιδότροφος feeding on adders masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)